- αναντιφωνητος
- ἀναντιφώνητοςἀν-αντιφώνητος2оставшийся без ответа Cic.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αναντιφώνητος — ἀναντιφώνητος, ον (Α) αυτός που δεν αποκρίθηκε, που δεν απάντησε … Dictionary of Greek